- ταλαντευόμενος
- ταλαντεύωbalancepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσοβέζικος — η, ο 1. (για άνεμο) ενδιάμεσος 2. αυτός που δεν είναι σταθερός, ο ασταθής, ο αμφίρροπος, ο ταλαντευόμενος 3. ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. mezo vento «ενδιάμεσος άνεμος»] … Dictionary of Greek
παλίμβουλος — η, ο (ΑΜ παλίμβουλος, ον) αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον η παλιμβουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βουλος (< βουλή)] … Dictionary of Greek
παλίντροπος — παλίντροπος, ον (ΑΜ) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος αρχ. 1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.) 2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος… … Dictionary of Greek